ριζοσπαστικότητα

ριζοσπαστικότητα
η, Ν
η ιδιότητα τού ριζοσπάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. ριζοσπαστικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαναστατικότητα — η το να είναι κάποιος επαναστάτης ή επαναστατικός, η ριζοσπαστικότητα …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • επαναστατικότητα — η το να είναι κάτι ή κάποιος επαναστάτης ή επαναστατικός, ριζοσπαστικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”